σταχτοδοχείο

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369

Greek Monolingual

το, Ν
ρηχό δοχείο από μέταλλο, γυαλί ή άλλο υλικό για να ρίχνουν οι καπνιστές τη στάχτη και να σβήνουν τα αποτσίγαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχτη + δοχείο].