τετρακωμία

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ἡ,

   A a union of four villages, Str.9.2.14.

German (Pape)

[Seite 1098] ἡ, vier zusammengehörende Dörfer, Strab. 9, 2, 14.

Greek (Liddell-Scott)

τετρακωμία: ἡ, ἕνωσις τεσσάρων κωμῶν, τῆς τετρακωμίας τῆς περὶ Τανάγραν Στράβ. 405.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
réunion de quatre bourgs.
Étymologie: τέσσαρες, κώμη.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ένωση τεσσάρων κωμών («ἔστι δὲ τῆς τετρακωμίας τῆς περὶ Τάναγραν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κωμία (< -κωμος < κώμη), πρβλ. πεντα-κωμία].