τετρακωμία
From LSJ
Menander, fragment 761
English (LSJ)
ἡ, a union of four villages, Str.9.2.14.
German (Pape)
[Seite 1098] ἡ, vier zusammengehörende Dörfer, Strab. 9, 2, 14.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
réunion de quatre bourgs.
Étymologie: τέσσαρες, κώμη.
Greek (Liddell-Scott)
τετρακωμία: ἡ, ἕνωσις τεσσάρων κωμῶν, τῆς τετρακωμίας τῆς περὶ Τανάγραν Στράβ. 405.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ένωση τεσσάρων κωμών («ἔστι δὲ τῆς τετρακωμίας τῆς περὶ Τάναγραν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κωμία (< -κωμος < κώμη), πρβλ. πεντακωμία].
Greek Monotonic
τετρᾰκωμία: ἡ (κώμη), ένωση τέσσερων χωριών, σε Στράβ.