ον,
A long-lived, ὁσίην ἀσπίδα τηλέβιον, of a sacred serpent, Puchstein Epigr.Gr.p.76 (Memphis, i B.C.).
-ον, Αμακρόβιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -βιος (< βίος), πρβλ. αμφί-βιος].