[Seite 1127] s. νῦν.
τονῦν: ἴδε νῦν Ι.
c. νῦν.Étymologie: τό, νῦν.
Α(επιρρμ. φρ. αντί τὸ νῡν) ο παρών χρόνος, το παρόν.