τραπεζιτεία

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ἡ,

   A money-changing, banking, Supp.Epigr.4.668.15 (Lampsacus); τ. δημοσία POxy.1415.26 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζῑτεία: ἡ, τὸ ἐπάγγελμα, τὸ ἔργον τραπεζίτου, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 3641b. 14 κἑξ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.

Greek Monolingual

ἡ, Α τραπεζιτεύω
το επάγγελμα και το έργο του τραπεζίτη.