το, Ν1. μουσ. ρυθμική αγωγή2. (γενικά) ο ρυθμός3. φρ. «με το τέμπο του»μτφ. με το πάσο του, χωρίς να βιάζεται.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tempo < λατ. tempus, -oris «χρόνος»].