τέμπο

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
1. μουσ. ρυθμική αγωγή
2. (γενικά) ο ρυθμός
3. φρ. «με το τέμπο του»
μτφ. με το πάσο του, χωρίς να βιάζεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tempo < λατ. tempus, -oris «χρόνος»].