πάσο

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

το
1. βήμα, δρασκελιά
2. δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης
3. εισιτήριο με το οποίο παρέχεται δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης
4. τεχνολ. το σπείρωμα, η ελίκωση, το «βήμα» της βίδας, του κοχλία («βίδα με χοντρό πάσο»)
5. φρ. α) «με το πάσο μου» — με την ησυχία μου, χωρίς βιασύνη
β) «πηγαίνω πάσο» ή «πάω πάσο» ή, απλώς, «πάσο»
i) (ως χαρτοπαικτικός όρος) δεν μετέχω ως συμπαίκτης σε μία φάση του παιχνιδιού
ii) δεν θέλω ή δεν μπορώ να αναμιχθώ σε κάτι
γ) «δεν κάνει πάσο» — δεν προοδεύει, έχει μείνει στάσιμος στη ζωή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. passo «βήμα, πέρασμα»].