τρικλήματος
Greek (Liddell-Scott)
τρικλήματος: -ον, ὁ ἔχων τρία κλήματα ἢ τρεῖς κλάδους, «ὅσπερ δικλήματος ἢ τρικλήματος ἐκπετάσας κατὰ μὲν τοῦ πλαγίου τὰς χεῖρας, κατὰ δὲ τοῦ ὀρθοῦ κεφαλὴν» Ἀθαν. τ. 2, σ. 224C.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τρία κλήματα ή τρεις κλάδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κλῆμα, -ατος «αμπέλι»].