τρυπάνη

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A = τρύπανον, Hdn.Gr.2.924, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡπάνη: [ᾰ], ἡ, τρύπανον, «τρυπάνη· ἐργαλεῖον τεκτονικὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
το τρυπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. τρύπανον, με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.].