Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
το, Ν1. μεγάλο αγρόκτημα που καλλιεργείται από κολλήγους2. (γενικά) μεγάλη γαιοκτησία3. μτφ. καθετί που νέμεται κανείς αυθαίρετα («δεν είναι τσιφλίκι του εδώ να κάνει ό,τι θέλει»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cift-lik].