αγρόκτημα

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source

Greek Monolingual

το
ενιαία γεωργική έκταση, η οποία είναι δυνατόν, ενδεχομένως, να περιλαμβάνει κτηριακές εγκαταστάσεις, όπως, λογουχάρη, την κατοικία του ιδιοκτήτη, καθώς και διάφορα παραρτήματα, αποθηκευτικούς χώρους, στάβλους κ.λπ.