τρυπανίζω

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

   A bore through, Hsch. (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῡπᾰνίζω: διατρυπῶ διὰ τρυπάνου, «τρυπανίζεται· τρυπάνῳ πλήσσεται» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ΝΑ τρύπανον
ανοίγω οπές με τρυπάνι.