A bore through, Hsch. (Pass.).
τρῡπᾰνίζω: διατρυπῶ διὰ τρυπάνου, «τρυπανίζεται· τρυπάνῳ πλήσσεται» Ἡσύχ.
ΝΑ τρύπανονανοίγω οπές με τρυπάνι.