υδροκρίτης

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
1. γεωλ. η νοητή γραμμή που ακολουθεί τα υψηλότερα σημεία της μορφολογίας μεταξύ δύο λεκανών απορροής, τις οποίες και οριοθετεί, δηλαδή η γραμμή όπου τα νερά διαχωρίζονται και αποστραγγίζονται προς τη μια ή την άλλη πλευρά, κν. νεροχωρίστρα
2. φρ. «ηπειρωτικός υδροκρίτης» — συνεχής σειρά ορεινών κορυφών της Βόρειας Αμερικής, που χωρίζει τα νερά του μεγαλύτερου τμήματος της ηπείρου σε εκείνα που αποστραγγίζονται προς τα ανατολικά και σε εκείνα που αποστραγγίζονται προς τα δυτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + κριτής (< κρίνω), πρβλ. αιματο-κρίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό Προμηθεύς.