υπεζωκώς

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο / ὑπεζωκώς, -ότος, ΝΑ, και ὑπεζωκότας Ν
ανατ. σπλαγχνικός ορογόνος υμένας, αποτελούμενος από δύο πέταλα, το περίτονο και το περισπλάγχνιο, ο οποίος επενδύει την έσω επιφάνεια του θώρακα και περιβάλλει τους πνεύμονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. παρακμ. ὑπεζωκώς (ὑμήν) του ρ. ὑποζώννυμι.