υλιστής

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. υλίστρια, Ν
1. οπαδός του υλισμού, ματεριαλιστής
2. αυτός που φροντίζει για τα υλικά του συμφέροντα
3. ο έκδοτος στις σαρκικές απολαύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + -ιστής. Η λ., στον λόγιο πληθ. ὑλισταί, μαρτυρείται από το 1786 στον Χρ. Ακαρνάνα].