ματεριαλιστής
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
Greek Monolingual
ο, θηλ. -ίστρια
ο οπαδός του ματεριαλισμού, ο υλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. materialiste (βλ. λ. ματεριαλισμός)].