έκδοτος

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκδοτος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
ο παραδομένος στα πάθη, ο ακόλαστος
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που παραδόθηκε
2. προδομένος
3. (για γυναίκα) αυτή που δόθηκε σε γάμο
4. αυτός που περιέρχεται στη διάθεση κάποιου.