έκδοτος

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκδοτος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
ο παραδομένος στα πάθη, ο ακόλαστος
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που παραδόθηκε
2. προδομένος
3. (για γυναίκα) αυτή που δόθηκε σε γάμο
4. αυτός που περιέρχεται στη διάθεση κάποιου.