η, Ν1. υπέρμετρη κόπωση2. ιατρ. το σύνολο τών διαταραχών που οφείλονται στην επαναλαμβανόμενη κόπωση τών οργάνων του σώματος, κάματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + κόπωση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερκόπωσις, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].