ὑμενοειδής

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

[ῠ], ές,

   A membranaceous, Hp.Mul.1.11, Epid.2.2.17, Arist.HA519b13, Dsc.1.106; cf. ὑμενώδης.

German (Pape)

[Seite 1178] ές, hautartig, häutig; Hippocr.; Arist. H. A. 3, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμενοειδής: [ῠ], ές, ὅμοιος ὑμένι, Ἱππ. 595. 41., 1013F, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 15, 1, πρβλ. ὑμενώδης.

Greek Monolingual

-ές / ὑμενοειδής, -ές, ΝΑ
αυτός που μοιάζει με υμένα ως προς τη φύση ή την μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμήν, -ένος + -ειδής].