υπογραμμή

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
η γραμμή που σύρεται κάτω από λέξη ή φράση για να τήν υπογραμμίσει, να δηλώσει ότι πρέπει να αναγνωστεί με έμφαση ή να τυπωθεί διαφορετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπογράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].