ὑποζευγνύω, ΝΑ, και ὑποζεύγνυμι Α ζευγνύω / ζεύγνυμι]](σχετικά με ζώο) βάζω κάτω από τον ζυγό, ζεύωαρχ.1. μτφ. α) υποτάσσω, υποδουλώνωβ) κατατάσσω σε μία τάξη («τοὺς ἐν ἀμαθίᾳ κυλινδουμένους εἰς τὸ δουλικὸν ὑποζεύγνυσι γένος», Πλάτ.).