ὑποστρατοφύλαξ

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

[φῠ], ᾰκος, ὁ,

   A subordinate commander, Str.12.5.1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστρᾰτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, δευτερεύων στρατηγός, διοικητής, Στράβ. 567.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
υποφρούραρχος στρατοπέδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + στρατοφύλαξ «διοικητής στρατιωτικού σώματος»].