υψικάμινος
Greek Monolingual
η, Ν
(μεταλργ.)
1. κάμινος ειδικής κατασκευής, κατάλληλη για τη διάσπαση και την αναγωγή τών ορυκτών του σιδήρου, με σκοπό την παραγωγή χυτοσιδήρου
2. συνεκδ. εργοστάσιο στο οποίο λειτουργούν κάμινοι αυτού του τύπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύψι «ψηλά» + κάμινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χριστομάνο].