Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
-η, -ο/ ὑφάλμυρος, -ον, ΝΜΑ, και υφάρμυρος,-η, -ο, Νο κάπως αλμυρόςνεοελλ.ωκεαν. (για θαλάσσιο νερό) αυτός του οποίου η αλατότητα κυμαίνεται μεταξύ 0,500/00 ώς 170/00.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἁλμυρός.