υφάλμυρος

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο/ ὑφάλμυρος, -ον, ΝΜΑ, και υφάρμυρος,-η, -ο, Ν
ο κάπως αλμυρός
νεοελλ.
ωκεαν. (για θαλάσσιο νερό) αυτός του οποίου η αλατότητα κυμαίνεται μεταξύ 0,500/00 ώς 170/00.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἁλμυρός.