αλμυρός

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source

Greek Monolingual

και αρμυρός, -ή, -ό (Α ἁλμυρός, -ά, -όν)
αυτός που περιέχει άφθονο αλάτι, που έχει γεύση αλατιού ή απλώς ο αλατισμένος
νεοελλ.
1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τά αλμυρά
α) οι αλίπαστες τροφές, τα παστά
β) τα είδη ζαχαροπλαστικής, που παρασκευάζονται δίχως ζάχαρη με την προσθήκη αλατιού
2. ακριβός, δαπανηρός
3. χυδαίος, αισχρός, άσεμνος
4. φρ. «αλμυρό-λύσσα», αλμυρό μέχρι του βαθμού ώστε να προκαλέσει λύσσα, πάρα πολύ αλμυρό
«αγαπά ή του αρέσουν τα αλμυρά», για τον φιλήδονο
αρχ.
1. πικρός, δυσάρεστος, αποκρουστικός
2. δριμύς, τσουχτερός
3. φρ. «ἁλμυρόν ὕδωρ», το αλμυρό θαλασσινό νερό
«ἁλμυρός ποταμός», ο Ελλήσποντος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. ἅλμη. (Το τέρμαυρὸς εξηγείται από τ. ἁλυρός).
ΠΑΡ. αλμυρίζω, αλμυρότης
αρχ.
ἁλμυρίς, ἁλμυρίτις (γῆ), ἁλμυρώδης, ἁλμυρῶ
μσν.
ἁλμυρία
νεοελλ.
αλμύρα, αλμυρήθρα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁλμυρονάματος, ἁλμυροφόρος
νεοελλ.
αλμυρόγλυκος, αλμυρόμετρο, αλμυρόπικρος].