υψίσυχνος

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. υψίπυκνος, αυτός που έχει υψηλή συχνότητα
2. φρ. «υψίσυχνο ρεύμα»
(ηλεκτρ.) εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα του οποίου η συχνότητα υπερβαίνει το 1 μεγαχέρτς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι + συχνός.