ὑψιπαγής

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ές,

   A high-built, towering, Σίπυλος APl.4.132 (Theodorid.).    2 set on high, ὅπλα ὑ. κρεμάσασα Nonn.D.2.712.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐπᾰγής: -ές, ὁ ἐν τῷ ὕψει ἐστερεωμένος, ὑψηλός, Ἀνθ. Π. 8. 177, Πλαν. 132.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se dresse fixe.
Étymologie: ὕψι, πήγνυμι.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη («ὄγδοον ἔσκον ἔγωγε πελώριος ἐνθάδε τύμβος, ὑψιπαγής», Γρηγ. Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -παγής (< πήγνυμι), πρβλ. εὐ-παγής].