η / φαιδρότης, -ητος, ΝΜΑ φαιδρόςευθυμία, χαρά, ιλαρότητανεοελλ.συνεκδ. γελοίος λόγος ή γελοία πράξηαρχ.λάμψη, ακτινοβολία («φαιδρότης ὀφθαλμῶν», Πολυδ.).