φερέμηλος

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ον,

   A = πολύμηλος, νᾶσοι Pi.Pae.5.38.

English (Slater)

φερέμηλος, -ον
   1 producing sheep καὶ σποράδας φερεμήλους ἔκτισαν νάσους (Pae. 5.38)

Greek Monolingual

-ον, Α
(για νήσο) αυτός που έχει πολλά αρνιά, πολύμηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -μηλος (< μῆλον [ΙΙ] «πρόβατο»), πρβλ. δεξί-μηλος].