φιλιωτής

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who reconciles, Suid. s.v. διαλλακτής.

German (Pape)

[Seite 1278] ὁ, der Befreundende, Freundschaft Stiftende, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ διαλλάττων, συμφιλιώνων, Σουΐδ. ἐν λέξ. διαλλακτής· φιλιωτικός, ή, όν, ἀναγνωστέον ἐν Θεολ. Ἀριθμ. σ. 5, σημ. ἐν σ. 160.

Greek Monolingual

ὁ, Α φιλιώ
(κατά το λεξ. Σούδα) συμφιλιωτής.