φιλιωτής

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλιωτής Medium diacritics: φιλιωτής Low diacritics: φιλιωτής Capitals: ΦΙΛΙΩΤΗΣ
Transliteration A: philiōtḗs Transliteration B: philiōtēs Transliteration C: filiotis Beta Code: filiwth/s

English (LSJ)

φιλιωτοῦ, ὁ, one who reconciles, Suid. s.v. διαλλακτής.

German (Pape)

[Seite 1278] ὁ, der Befreundende, Freundschaft Stiftende, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ διαλλάττων, συμφιλιώνων, Σουΐδ. ἐν λέξ. διαλλακτής· φιλιωτικός, ή, όν, ἀναγνωστέον ἐν Θεολ. Ἀριθμ. σ. 5, σημ. ἐν σ. 160.

Greek Monolingual

ὁ, Α φιλιώ
(κατά το λεξ. Σούδα) συμφιλιωτής.