φαντασιοπληξία

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
1. ενέργεια ή σκέψη φαντασιόπληκτου, φαντασιοκοπία
2. ιδιότροπη εκδήλωση, εκκεντρικότητα, καπρίτσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασιόπληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ι. Ισ. Σκυλίσση].