καπρίτσιο

Greek Monolingual

και καπρίτσο, το
1. ιδιοτροπία, παραξενιά («το έκανα για ένα καπρίτσιο»)
2. μουσ. μουσική σύνθεση ζωηρού χαρακτήρα, χαλαρά δομημένη, που έχει συχνά ως βάση κάποια γνωστή μελωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capriccio < capra «κατσίκι, τρελοκάτσικο»].