και καπρίτσο, το1. ιδιοτροπία, παραξενιά («το έκανα για ένα καπρίτσιο»)2. μουσ. μουσική σύνθεση ζωηρού χαρακτήρα, χαλαρά δομημένη, που έχει συχνά ως βάση κάποια γνωστή μελωδία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capriccio < capra «κατσίκι, τρελοκάτσικο»].