φεύγας

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
1. αυτός που φεύγει, φυγάς
2. μτφ. δειλός, φοβιτσιάρης
3. παροιμ. φρ. «του φεύγα η μάννα ποτέ δεν κλαίει» — δηλώνει ότι ο δειλός ποτέ δεν διατρέχει κινδύνους, επειδή πάντα τους αποφεύγει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. -ας (πρβλ. παπα-τρέχ-ας, χάχ-ας)].