φεύγα
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
το, Ν
άκλ.
1. φυγή, φευγάλα
2. παραλλαγή παιχνιδιού στο τάβλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η προστ. φεύγα του ρ. φεύγω ως ουσ. (πρβλ. έμπα, έβγα)].