φεύγα

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ.
1. φυγή, φευγάλα
2. παραλλαγή παιχνιδιού στο τάβλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η προστ. φεύγα του ρ. φεύγω ως ουσ. (πρβλ. έμπα, έβγα)].