φιλτρόποτον

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

τό,

   A love-potion, Cael. Aur.TP1.5.

German (Pape)

[Seite 1289] τό, Liebestrank, Sp., zw.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλτρόποτον: τό, ποτὸν ἐμπνέον ἔρωτα, φίλτρον, Cael Aurel. C??on. Μ. 1, 5, σ. 326.

Greek Monolingual

τὸ, Α
μαγικό ποτό, φίλτρο που προκαλεί ερωτική διέγερση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + ποτόν].