φιλτρόποτον
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
τό, love potion, Cael. Aur.TP1.5.
German (Pape)
[Seite 1289] τό, Liebestrank, Sp., zw.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλτρόποτον: τό, ποτὸν ἐμπνέον ἔρωτα, φίλτρον, Cael Aurel. C??on. Μ. 1, 5, σ. 326.
Greek Monolingual
τὸ, Α
μαγικό ποτό, φίλτρο που προκαλεί ερωτική διέγερση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + ποτόν].