διέγερση

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source

Greek Monolingual

η (AM διέγερσις) διεγείρω
1. το να διεγείρει κάποιος κάποιον ή κάτι ή το να έχει διεγερθεί κάποιος ή κάτι
2. εξέγερση, εξανάσταση
3. παρακίνηση, παρόρμηση
μσν.- νεοελλ.
στύση του αιδοίου
νεοελλ.
1. αναζωπύρηση, το να ξαναζωντανεύει κάτι
2. παράφορα, αφηνιασμός, αποχαλίνωση
3. ερεθισμός, έξαψη
4. εχθρική εξέγερση εναντίον κάποιου.