φλεβοπαλία

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ἡ,

   A beating of the pulse, Democr.120, Gal.9.499.

German (Pape)

[Seite 1290] ἡ, der Pulsschlag, Democrit. bei Erotian. v. φλενοδώδη.

Greek (Liddell-Scott)

φλεβοπᾰλία: ἡ, κτύπος ἢ παλμὸς τῆς φλεβός, «καὶ Δημόκριτος δὲ φλεβοπαλίαν καλεῖ τὴν τῶν ἀρτηριῶν κίνησιν» Ἐρωτιαν. σελ. 382 κἑξ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ο σφυγμός φλέβας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + -παλία (< -παλος / -παλής < πάλλω)].