φιλελευθέριος

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ον,

   A loving liberality, Lib.Decl.43 Prooem.; v.l. for sq. in D.H.11.15.

German (Pape)

[Seite 1275] Freisinnigkeit liebend, τὸ τῆς γνώμης φιλελευθέριον D. Hal. 11, 15.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλελευθέριος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐλευθεριότητα, φίλος αὐτῆς, τὸ φιλελευθέριον τῆς γνώμης Διονύσ. Ἁλ. 11. 15.

Greek Monolingual

-ον, Α φιλελεύθερος
1. φιλελεύθερος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλελευθέριον
φιλελευθερία.