φιλελευθερία
From LSJ
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
Greek Monolingual
η, Ν
αγάπη για την ελευθερία, φιλελευθερισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλελεύθερος. Η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον Ιώσηπο Μοισιόδακα].