φύκι

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / φύκιον, ΝΜΑ, και φυκίον Α φῡκος
το φύκος (α. «την αρμυρή τους μυρωδιά γύρω σκορπούν τα φύκια», Γρυπ.
β. «ἡ σηπία ἐντίκτει περὶ τὰ φυκία», Αριστοτ.)
αρχ.
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φυκία, θαλάσσια ζῷα ἤ ὁ ἀφρὸς παρὰ τὸ φύω
λέγεται δὲ καὶ τὰ βρύα φυκία καὶ φυκίς».