φυκίον
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
or φύκιον, τό,
A = φῦκος 1, Arist.HA568a6, IG11(2).145.23, 146A67 (Delos, iv B. C.): mostly in plural, Pl.R. 611d, Arist.HA 590b11, Theoc.7.58, etc.
2 a fish, perhaps = φύκης, AP7.637 (Antip.), Orib.inc.13.25.
II = φῦκος ΙΙ, orchil used as rouge, φ. ἐντρίβειν Luc.Hist.Conscr.8; κομμοῦν τοὺς λόγους οἷον φυκίῳ Them. Or.27.336c.
b rouge-pot, φ. χρυσοῦν IG11(2).161B42,101 (Delos, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1313] τό, auch φύκιον betont, = φῦκος; Arist. H. A. 6, 13; gew. im plur., Theocr. 7, 58, u. öfter in der Anth., wie ἔμιξε φυκία κήποις Paul. Sil. 61 (IX, 663), u. in Prosa, Plat. Rep. X, 611 d u. Sp., wie Luc. bis acc. 31; der Unterschied, der im E. M. zwischen den beiden Formen gemacht wird, ist unhaltbar.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 algue;
2 fard.
Étymologie: φῦκος.
Russian (Dvoretsky)
φῡκίον: τό
1 Plat., Arst. = φῦκος 1;
2 Luc. = φῦκος 2.
Greek (Liddell-Scott)
φῡκίον: ἢ φύκιον, τό, = φῦκος Ι, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 6. 13, 13, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 611 D, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 2, 18, κλπ. Θεόκρ. 7. 58, Ἀθήν. κλπ. ΙΙ. = φῦκος ΙΙ, «φυκιασίδι», «κοκκινάδι», φ. ἐντρίβειν Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγράφ. 8· κοσμεῖν τοὺς λόγους οἷον φυκίῳ Θεμίστ. 13, σ. 167D.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. φύκι.
Greek Monotonic
φῡκίον: ή φύκιον, τό,
I. = φῦκος I, κυρίως χρησιμ. σε πληθ., σε Πλάτ., Θεόκρ.
II. = φῦκος II, κοκκινάδι, σε Λουκ.
Middle Liddell
φῡκίον, ορ φύκιον, ου, τό,
I. = φῦκος 1, mostly used in plural, Plat., Theocr.
II. = φῦκος II, rouge, Luc.