φρενολόγος

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, η, Ν
(παλ. όρος) ιατρός ειδικευμένος στη φρενολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός + -λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].