φρενολόγος
Greek Monolingual
ο, η, Ν
(παλ. όρος) ιατρός ειδικευμένος στη φρενολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός + -λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].
ο, η, Ν
(παλ. όρος) ιατρός ειδικευμένος στη φρενολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός + -λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].