φυρώ

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
1. ανακατεύω, κυρίως αλεύρι με νερό για να κάνω ζυμάρι (α. «φυρέουσι τὸ μὲν σταῑς τοῑσι ποσί», Ηρόδ.
β. «οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ πεφυραμένα ἄλφιτα», Θουκ.)
2. λερώνω («γῆν θανόντες τήνδε φυράσειν φόνῳ», Αισχύλ.)
3. φρ. α) «φυρῶμαι μαλακὴν φωνὴν πρός τινα» — μιλώ σε κάποιον με προσποιητή, γλυκειά φωνή (Αριστοφ.)
β) «φυρῶ τὰς ψήφους» — νοθεύω το αποτέλεσμα (Κικ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύρω κατά τα συνηρημένα σε - / -άω (για ετυμολ. βλ. λ. φύρω)].