φυρμᾶται

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

πτάρνυται, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «πτάρνυται».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. φύρω και έχει πιθ. προέλθει μέσω τών τ. φύρμα, φυρμός.