φυρμός

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυρμός Medium diacritics: φυρμός Low diacritics: φυρμός Capitals: ΦΥΡΜΟΣ
Transliteration A: phyrmós Transliteration B: phyrmos Transliteration C: fyrmos Beta Code: furmo/s

English (LSJ)

ὁ, mixture, confused mass, confusion, disorder, D.S.18.30, M.Ant. 12.14; φυρμὸς καὶ σύγχυσις τῶν κατὰ νόμους δικαίων = confusion and undermining of justice D.S.36.11; ἀνθρώπων ὁμοῦ καὶ πραγμάτων Ph.Fr.33 H.: metaph., 'a pretty kettle of fish', Cic.Att.14.5.1.

German (Pape)

[Seite 1316] ὁ, Verwirrung, Unordnung, LXX.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de mêler, action de brouiller.
Étymologie: φύρω.

Russian (Dvoretsky)

φυρμός:φύρω смятение, беспорядок Diod.

Greek (Liddell-Scott)

φυρμός: ὁ, ἀνάμιξις, σύγχυσις, ἀταξία, Διόδ. 18. 30, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττ. 14. 5. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φυρμός· μολυσμός, ῥύπος, μίασμα».

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ φύρω
1. ανακάτεμα, σύγχυση («Πάντα ἕστηκεν ἀσύγχυτα καὶ παντός ἐλεύθερα φυρμοῦ», Μάξ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «φυρμός, μολυσμός, ῥύπος, μίασμα».

Translations

confusion

Arabic: اِلْتِبَاس‎; Hijazi Arabic: لخبطة‎, حوسة‎, خربطة‎; Armenian: շփոթ; Assamese: খেলিমেলি, আউল; Bulgarian: объ́ркване, бъркотия; Catalan: confusió; Chinese Mandarin: 混亂/混乱; Czech: zmatek; Danish: forvirring, forvirrelse; Dutch: verwarring, war; Esperanto: konfuzo; Finnish: sekaannus, epäselvyys, hämmennys; French: confusion, désordre; German: Verwirrung, Durcheinander, Konfusion, Verwechslung; Greek: σύγχυση, μπέρδεμα; Ancient Greek: ἀδιαληψία, ἀκαταστασία, ἀκοσμία, ἀκρισία, ἀλαλία, ἀλλοδοξία, ἀλογία, ἀλογίη, ἀνακύκλησις, ἀναστροφή, ἀναφυρμός, ἀνάχυσις, ἀντεμπλοκή, ἄνω ποταμῶν, ἀσάφεια, ἀσυστασία, ἀταξία, ἀταξίη, Βαβέλ, διασκορπισμός, διαστροφή, διατροπή, δίνη, δυσωπία, ἐκβρασμός, ἔκπληξις, ἐξαπόρησις, ἐπάλλαξις, ἐπιπλοκή, ἐπιτάραξις, θόρυβος, καταφθορά, κλόνος, κυκηθμός, ξύγχυσις, ὄμιλλος, ὅμιλος, πολυμιγία, ῥόθος, σύγχυσις, σύμφυρσις, τάραγμα, ταραγμός, τάραξις, ταραχή, τύρβα, τύρβασμα, τύρβη, φυρμός; Hebrew: בִּלְבּוּל‎; Hindi: गड़बड़; Hungarian: zavar, összevisszaság; Icelandic: ruglingur, brengl; Italian: confusione, disordine; Japanese: 混乱; Khmer: ល្បែ; Korean: 혼란(混亂); Ladino: embroyo, dubarina, enredijo, mareo, taburra; Latin: tumultus; Malay: kekeliruan; Maori: matangerengere, kaumingomingo, pōkaikaha; Polish: zamieszanie, chaos; Portuguese: confusão; Romanian: confuzie; Russian: путаница, неразбериха, беспорядок; Slovak: zmätok, chaos; Spanish: confusión; Telugu: తడబాటు; Tocharian B: traike; Ushojo: وار خطئ