φωνενδοσκόπιο

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
ιατρ. όργανο για την ακρόαση τών ενδοθωρακικών σπλάγχνων, με κύριο εκπρόσωπο το στηθοσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phonendoscope < φωνή + ενδοσκόπιο. Η λ., στον λόγιο τ. φωνενδοσκόπιον, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].