φυγόπολις

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ιδος, ὁ, ἡ,

   A fleeing from a city, EM328.54.

German (Pape)

[Seite 1312] die Stadt fliehend, meidend, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγόπολις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ φεύγων ἔκ τινος πόλεως, Ἐτυμολ. Μέγ. 668, 51. 328, 54.

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. φυγόπτολις, -ι, Α
αυτός που φεύγει από την πόλη του, από την πατρίδα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' -φυγ-ον του ρ. φεύγω) + -πολις (< πόλις / πτόλις), πρβλ. μισό-πολις, φιλό-πολις].